- σεμνότυφος
- -η, -ο, Ναυτός που επιδεικνύει προσποιητή σεμνότητα και σοβαρότητα, που προσποιείται ότι είναι σεμνός και σοβαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + τῦφος «αλαζονεία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ι. Δ. Βρατσάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνότυφος — η, ο αυτός που δείχνει ψεύτικη σεμνότητα: Σεμνότυφη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)